κεραυνοϐλής

κεραυνοϐολέω-ῶ

κεραυνοϐολία
κεραυνοϐολέω-ῶ :
1 lancer la foudre, Plut. M. 893e ||
2 tr. frapper de la foudre, fig., acc. Anth. 12, 122, 140.
Étym. κεραυνοϐόλος.