κεραυνοϐόλιον

κεραυνόϐολος

κεραυνοϐόλος
κεραυνό·ϐολος, ος, ον, frappé de la foudre, Eur. Bacch. 598 ; DS. 1, 13 ; 17, 75.
Étym. κεραυνός, βάλλω.