κεραυνόϐολος

κεραυνοϐόλος

κεραυνοϐρόντης
κεραυνο·ϐόλος, ος, ον, qui lance ou accompagne la foudre, Luc. Philopatr. 24 ; Anth. 12, 63.
Étym. κεραυνός, βάλλω.