κεραυνοϐρόντης

κεραυνομάχας

κεραυνοπλήξ
κεραυνο·μάχας, ου () [ᾰᾱ] qui combat armé de la foudre, Anth. 12, 110.
Étym. κεραυνός, μάχομαι.