κεραυνομάχας

κεραυνοπλήξ

κεραυνός
κεραυνο·πλήξ, ῆγος (ὁ, ἡ) frappé de la foudre, Alc. com. (Com. fr. 2, 825).
Étym. κεραυνός, πλήσσω.