κεραυνοφαής

κεραυνοφόρος

κεραυνόω-ῶ
κεραυνο·φόρος, ος, ον, qui porte la foudre, Plut. Alc. 16, etc. ; κ. στρατόπεδον, DC. 55, 23, la légion fulminante, à Rome.
Étym. κεραυνός, φέρω.