κερδαλέος

κερδαλεόφρων

κερδαλέως
κερδαλεό·φρων, ων, ον, gén. ονος [] à l’esprit rusé, astucieux, Il. 1, 149 ; 4, 339 ; Opp. C. 2, 29.
Étym. κερδαλέος, φρήν.