Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κερματισμός
κερματιστής
κερμοδότης
κερματιστής,
οῦ
[
ᾰ
] changeur de monnaie,
M. Tyr.
2, p. 13 ;
NT.
Joh.
2, 14
.
Étym.
κερματίζω
.