κίνδυνος

κινδυνώδης

κινδυνωδῶς
κινδυνώδης, ης, ες [] dangereux, hasardeux, Pol. 8, 22, 3, etc. ; Plut. Cæs. 25 ||
Sup. -έστατος, Hippiatr. p. 65, 2.
Étym. κίνδυνος, -ωδης.