κιονοειδής

κιονόκρανον

Κίος
κιονό·κρανον, ου (τὸ) [ῑᾱ] tête de colonne, chapiteau, Str. 198 ; DS. 5, 47 ; 18, 26, etc.
Étym. κίων, κρανίον ; cf. κιόκρανον.