κιθαριστής

κιθαριστικός

κιθαριστικῶς
κιθαριστικός, ή, όν [ῐᾰ] qui concerne le jeu de la cithare, d’où subst. ὁ κιθαριστικός, Plat. Ion 540d, musicien habile à jouer de la cithare ; ἡ κιθαριστική (s. e. τέχνη) Plat. Gorg. 501e ; Plut. M. 1135f, l’art de jouer de la cithare ||
Cp. -ώτερος, Plat. Hipp. mi. 375d.
Étym. κιθαρίζω.