κιθαριστήριος

κιθαριστής

κιθαριστικός
κιθαριστής, οῦ () [ῐᾰ] joueur de cithare, Hh. 24, 3 ; Hés. Th. 94 ; Ath. 638a, etc.
Étym. κιθαρίζω.