κιθαριστρίς

κιθαριστύς

κίθαρος
κιθαριστύς, ύος () [ῐᾰ] habileté à jouer de la cithare, Il. 2, 600 ; Phanocl. (Stob. Fl. 64, 14).
Étym. κιθαρίζω.