Κλάδαος

κλαδαρόρυγχος

κλαδαρός
κλαδαρό·ρυγχος, ου () [ᾰᾰ] autre n. de l’oiseau τροχίλος, El. N.A. 12, 15.
Étym. κλ. ῥύγχος.