κλαυθμυρίς

κλαυθμυρισμός

κλαυθμώδης
κλαυθμυρισμός, οῦ () [] vagissement, cri plaintif d’enfant, Plut. Lyc. 16, M. 672f, etc.
Étym. κλαυθμυρίζω.