κλαυθμυρισμός

κλαυθμώδης

κλαυθμών
κλαυθμώδης, ης, ες, gémissant, Hpc. 1258 ; Hiérocl. (Stob. Fl. 79, 53).
Étym. κλαυθμός, -ωδης.