κλεψίαμϐος

κλεψίγαμος

κλεψιμαῖος
κλεψί·γαμος, ος, ον [ῐᾰ] qui se livre à des amours coupables ou furtifs, Sib. 2, p. 281 ; 3, p. 357 ; Nonn. D. 8, 60.
Étym. κλέπτω, γάμος.