Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κλεψίγαμος
κλεψιμαῖος
κλεψίνοος-ους
κλεψιμαῖος,
α, ον
[
ῐ
] volé,
Spt.
Tob.
2, 13
.
Étym.
κλέπτω
.