κλεψιμαῖος

κλεψίνοος-ους

κλεψίνυμφος
κλεψί·νοος-ους, οος-ους, οον-ουν [] qui cache sa pensée, dissimulé, Nonn. D. 8, 47.
Étym. κλέπτω, νόος.