Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κλοπικός
κλοπιμαῖος
κλόπιμος
κλοπιμαῖος,
α, ον
[
ῐ
] volé, furtif,
Luc.
Ic.
20 ;
A. Lib.
23, 4
.
Étym.
κλόπιμος
.