κνάφαλον

κναφαλώδης

κναφεῖον
κναφαλώδης, réc. γναφαλώδης, ης, ες [ᾰᾰ] moelleux comme la laine, Diosc. 3, 37 (γν-) ; A. Tr. 1, p. 27 (κν-).
Étym. κνάφαλον, -ωδης.