κνισολοιχία

κνισολοιχός

κνισός
κνισο·λοιχός, mieux que κνισσο·λοιχός, οῦ () gourmand (propr. qui lèche le rôti) Sophil. et Amphis (Ath. 125b, 386f).
Étym. κνῖσα, λείχω.