Κνισοκόλαξ

κνισολοιχία

κνισολοιχός
κνισολοιχία, mieux que κνισσολοιχία, ας () [ῑσ] gourmandise (propr. action de lécher le rôti) Sophil. (Ath. 386f).
Étym. κνισολοιχός.