Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοάξ
κοϐαλεία
κοϐαλίκευμα
κοϐαλεία,
ας
(
ἡ
) [
ϐᾱ
] bouffonnerie, mystification,
Din.
(
Harp.
).
Étym.
κόϐαλος
.