Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοϐαλεία
κοϐαλίκευμα
κόϐαλος
κοϐαλίκευμα,
ατος
(
τὸ
) [
ᾱῑ
] bouffonnerie, mystification,
Ar.
Eq.
322
au pl.
Étym.
κόϐαλος
.