Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοιλισκωτός
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλιώδης,
ης, ες,
creux,
Arstt.
P.A.
4, 5, 9
.
Étym.
κοιλία, -ωδης
.