κοιλοκρόταφος

κοιλόμυχος

κοιλόπεδος
κοιλό·μυχος, ος, ον [] aux pétioles creux, Th. H.P. 3, 7, 5 (conj. p. κοιλόμισχος).
Étym. κοῖλος, μυχός.