κοιλογάστωρ

κοιλοκρόταφος

κοιλόμυχος
κοιλο·κρόταφος, ος, ον, [] qui a les tempes creuses, Arét. Caus. m. diut. 2, 7.
Étym. κοῖλος, κρόταφος.