κοινισμός

κοινόϐιος

κοινοϐουλευτικός
κοινό·ϐιος, ος, ον, qui vit en communauté, Jambl. V. Pyth. 29 ; Ptol. Tetr. p. 119, 24 ; subst. τὸ κοινόϐιον, vie commune, A. Gell. 1, 9.
Étym. κοινός, βίος.