κοινολεχής

κοινολογέομαι-οῦμαι

κοινολογία
κοινο·λογέομαι-οῦμαι (f. -ήσομαι, ao. ἐκοινολογησάμην, pf. κεκοινολόγημαι) converser, s’entretenir : τινι, Hdt. 6, 23 ; πρός τινα, Thc. 7, 86, avec qqn ; τινι περί τινος, Arstt. Pol. 2, 8, 13 ; πρός τινα ὑπέρ τινος, Pol. 10, 42, 4, avec qqn au sujet de qqe ch. ; κ. πρὸς τὸ οὖς τινι, Luc. C. deor. 1, communiquer qqe ch. à l’oreille de qqn ; abs. délibérer : περί τινος, Pol. 31, 13, 5 ; DS. 19, 46, sur qqe ch.
Étym. κοινός, λόγος.