κοινολογέομαι-οῦμαι

κοινολογία

κοινονοημοσύνη
κοινο·λογία, ας () conversation, entretien, Pol. 2, 8, 7, etc. ; Plut. Ages. 25 ; DL. 2, 14 ; particul. consultation, Hpc. 27, 35 (ion. -ίη).
Étym. κοινός, λόγος.