Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κοινολογία
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινο·νοημοσύνη,
ης
(
ἡ
) [
ῠ
] sentiment de l’égalité,
d’où
affabilité, bonté,
M. Ant.
1, 16
.
Étym.
κοινός, νοέω
.