κοινόπους

κοινοπραγέω-ῶ

κοινοπραγία
κοινο·πραγέω-ῶ [] agir de concert avec, être d’intelligence avec, dat. Pol. 5, 57, 2, etc. ; DS. 19, 6 ; Plut. Galb. 6, M. 380a.
Étym. κοινός, th. πραγ- de πράσσω.