Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κολλυριοποιέω-ῶ
κολλυρίς
κολλυρίτης ἄρτος
κολλυρίς,
ίδος
(
ἡ
) [
ῡ
]
dim. de
κολλύρα,
Spt.
2 Reg.
6, 19
.