κολοκύνθινος

κολοκυνθίς

κολοκυνθοπειρατής
κολοκυνθίς, ίδος () coloquinte, plante et fruit, Gal. 6, 467 ; 14, 324, etc. ; Diosc. 4, 178.
Étym. κολοκύνθη.