κολοκυνθίς

κολοκυνθοπειρατής

κολόκυντα
κολοκυνθο·πειρατής, οῦ () [] pirate monté sur une citrouille, mot com. Luc. V.H. 2, 37.
Étym. κολόκυνθα, πειρατής.