κολυμϐήθρα

κολύμϐησις

κολυμϐητήρ
κολύμϐησις, εως () []
1 action de plonger, de nager, Arr. Eux. 175 ||
2 action de pêcher, Ptol. Geogr. p. 387, 5.
Étym. κολυμϐάω.