κολυμϐάω-ῶ

κολυμϐήθρα

κολύμϐησις
κολυμϐήθρα, ας () piscine, bain, Plat. Rsp. 453d ; Alex. (Ath. 18c) ; DS. 11, 25, etc.
Étym. κολυμϐάω.