κορυϐάντειος

κορυϐαντιασμός

κορυϐαντιάω-ῶ
κορυϐαντιασμός, οῦ () []
1 transport ou délire de Corybante, DH. 2, 19 ; Lgn 39, 2 ||
2 p. ext. transport, délire, Arét.
Étym. κορυϐαντιάω.