κορυνηφόρος

κορυνιόεις

κορυνώδης
κορυνιόεις, όεσσα, όεν [] qui croît en touffe, Hés. Sc. 289, au pl. neutre κορυνιόεντα, vulg. κορωνιόωντα.
Étym. κορύνη ; v. le suiv.