Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κορυνιόεις
κορυνώδης
κορυπτίλος
κορυνώδης,
ης, ες
[
ῠ
]
c.
κορυνιόεις,
Th.
H.P.
6, 4, 2
.
Étym.
κορύνη, -ωδης
.