κοσμοπολῖτις

κοσμοπρεπής

κόσμος
κοσμο·πρεπής, ής, ές, proportionné à la grandeur de l’univers, Eurypham. (Stob. Fl. 103, 27, t. 4, p. 11, l. 8).
Étym. κ. πρέπω.