κόσμος

κοσμοσάνδαλον

κοσμοτέχνης
κοσμο·σάνδαλον, ου (τὸ) [δᾰ] autre nom de la plante ὑάκινθος, Crat. (Ath. 681a) ; Phérécr. (Ath. 685a).
Étym. κόσμος, σάνδαλον.