Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπνός
κραιπαλώδης,
ης, ες
[
ᾰ
] ivrogne,
Plut.
M.
647
d
.
Étym.
κραιπάλη, -ωδης
.