Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραιπαλόϐοσκος
κραιπαλόκωμος
κραιπαλώδης
κραιπαλό·κωμος,
ος, ον
[
ᾰ
] ivrogne,
d’où
ivre,
Ar.
Ran.
217
.
Étym.
κραιπάλη, κῶμος
.