Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταιός
κραταιότης
κραταιόω-ῶ
κραταιότης,
ητος
(
ἡ
) [
ᾰ
] force, vigueur,
Spt.
Ps.
45, 3 ;
Chrys.
1, 648,
etc.
Étym.
κραταιός
.