Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταιότης
κραταιόω-ῶ
κραταίπεδος
κραταιόω-ῶ
[
ᾰ
] fortifier, affermir,
NT.
Luc.
1, 80 ;
Eph.
3, 16 ;
1 Cor.
16, 13
.
Étym.
κραταιός
.