Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταιόω-ῶ
κραταίπεδος
κραταίπιλος
κραταί·πεδος,
ος, ον
[
ᾰ
] au sol ferme,
Od.
23, 46
.
Étym.
κραταιός, πέδον
.