Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταίπιλος
κραταίπους
κραταίρινος
κραταί·πους,
ους, ουν,
gén.
-ποδος
[
ᾰ
] aux pieds robustes
ou
fermes,
Hom.
Ep.
15, 9
.
Étym.
κραταιός, πούς
.