Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κραταίπους
κραταίρινος
κραταίωμα
κραταί·ρινος,
ος, ον
[
ρῑ
] au cuir fort
ou
épais,
Oracl.
(
Hdt.
1, 47
).
Étym.
κραταιός, ῥινός
.